- εὐσωματία
- εὐσωμᾰτ-ία, ἡ,A strength or good habit of body, Poll.2.235.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εὐσωματία — εὐσωματίᾱ , εὐσωματία strength fem nom/voc/acc dual εὐσωματίᾱ , εὐσωματία strength fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευσωματία — εὐσωματία, ἡ (Α) [ευσώματος] η καλή κατάσταση τού σώματος, η ευεξία … Dictionary of Greek
εὐσωματίαν — εὐσωματίᾱν , εὐσωματία strength fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)